- χημορρόφηση
- η, Νχημ. η χημική ρόφηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chemisorption < chemi- (< χημει[ο]-*) + sorption «ρόφηση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χημεία («χημική βιομηχανία») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο, η χημικός επιστήμονας ειδικευμένος στη χημεία 3. φρ. α) «χημική ανάλυση·» χημ. i) τομέας τής χημείας που ασχολείται κυρίως με τις μεθόδους … Dictionary of Greek